- παραφράσσω
- και αττ. τ. παραφράττω Αφράζω με φραγμό, κλείνω, ασφαλίζω, οχυρώνω με προτείχισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραφράξαι — παραφράσσω barricade aor inf act παραφράξαῑ , παραφράσσω barricade aor opt act 3rd sg παραφράσσω barricade aor inf act παραφράξαῑ , παραφράσσω barricade aor opt act 3rd sg παραφράζω say the same thing in other words aor inf act παραφράξαῑ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφραττομένοις — παραφράσσω barricade pres part mp masc/neut dat pl (attic) παραφράσσω barricade pres part mp masc/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφράξαντες — παραφράσσω barricade aor part act masc nom/voc pl παραφράσσω barricade aor part act masc nom/voc pl παραφράζω say the same thing in other words aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφράττεσθαι — παραφράσσω barricade pres inf mp (attic) παραφράσσω barricade pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφράττοντες — παραφράσσω barricade pres part act masc nom/voc pl (attic) παραφράσσω barricade pres part act masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέφραττον — παραφράσσω barricade imperf ind act 3rd pl (attic) παραφράσσω barricade imperf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεφράχθαι — παραφράσσω barricade perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπέφρακτο — παραφράσσω barricade plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παράφραγμα — το, ΝΑ [παραφράσσω] 1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα 2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος τού πλοίου αρχ. 1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας 2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο … Dictionary of Greek